ερυθρελάτη

ερυθρελάτη
η
υψηλό δέντρο τής οικογένειας ελατίδες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • έλατο — Ονομασία που χαρακτηρίζει αρκετά είδη κωνοφόρων των γενών άμπιες και πικέα (οικογένεια πευκίδες). Τα δύο αυτά γένη είναι διαδεδομένα στις εύκρατες και ψυχρές χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής, όπου σχηματίζουν εκτεταμένα δάση …   Dictionary of Greek

  • βελονόφυλλα — Φυτά με μακριά, πολύ λεπτά και σκληρά φύλλα, που μοιάζουν με βελόνα. Τα φύλλα έχουν μόνο ένα κεντρικό νεύρο (μονόνευρα), χωρίς διακλαδώσεις. Τα βελονοειδή φύλλα είναι γενικά μόνιμα και τα β. φυτά είναι αείφυλλα και διατηρούν την ίδια όψη όλες τις …   Dictionary of Greek

  • ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • ορεόφυτα — (orophytes). Φυτά προσαρμοσμένα σε ορεινό περιβάλλον. Τα διάφορα είδη των φυτών αυτών, είναι προσαρμοσμένα κυρίως σε συνθήκες ψύχους και ξηρασίας, οι οποίες παρατηρούνται όσο ανεβαίνουμε σε ύψος. Τα περισσότερα από τα φυτά αυτά έχουν μόνιμο… …   Dictionary of Greek

  • πεύκο — Κοινή ονομασία κωνοφόρων δέντρων που ανήκουν στο βοτανικό γένοςπίνος. Το γένος αυτό εμφανίστηκε κατά τη μεσολιθική περίοδο και διαδόθηκε περισσότερο κατά το κρητιδικό. Στην Ελλάδα σχημάτιζε εκτεταμένα δάση κατά το μειόκαινο. Η ευρεία διάδοση των… …   Dictionary of Greek

  • πικέα — η, Ν βοτ. κωνοφόρο δέντρο, η ερυθρελάτη …   Dictionary of Greek

  • Καρατάου — (Karatau). Οροσειρά (ψηλότερη κορυφή 2.176 μ.) του νοτιοδυτικού Καζακστάν, στις δυτικές πλαγιές των νότιων Ουραλίων, ανάμεσα στα σύνορα της Μπασκιρίας και της περιοχής Τσελιάμπινσκ. Εκτείνεται σε μήκος περίπου 400 χλμ. Τα όρη αυτά αποτελούνται… …   Dictionary of Greek

  • κωνοφόρα — Σημαντική κλάση ξυλωδών και ρητινωδών φυτών, τα οποία υπάγονται στα γυμνόσπερμα και χαρακτηρίζονται από την απουσία πραγματικής ωοθήκης που να περικλείει σπέρματα. Τα κ. περιλαμβάνουν, εκτός από τους πολλούς απολιθωμένους αντιπροσώπους, περίπου… …   Dictionary of Greek

  • Ουκρανία — Κράτος της ανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με την Πολωνία, Β με τη Λιθουανία, ΒΑ με τη Ρωσία, ΝΔ με τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Μολδαβία, και στα Ν βρέχεται από την Αζοφική και από τη Μαύρη θάλασσα (Εύξεινο Πόντο).Ο. σημαίνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”